- κατάρρου
- κατάρροοςdown-flowingmasc voc sg (attic)κατάρροοςdown-flowingmasc gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
γρίπη — η λοιμώδης εμπύρετη επιδημική αρρώστια που χαρακτηρίζεται κυρίως από ρινοβρογχικό κατάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grippe < (ρ.) gripper «αρπάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Ε. Παπαδάκη] … Dictionary of Greek
καταρροϊκός — ή, ο (Α καταρροϊκός, ή, όν) [καταρροή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταρροή, αυτός που προκαλεί ρινικό κατάρρου 2. αυτός που εμφανίζει συμπτώματα ρινικής καταρροής … Dictionary of Greek
καταρροώδης — καταρροώδης, ῶδες (Α) [καταρροή] αυτός που είναι επιρρεπής σε κατάρρου, αυτός που συναχώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
κορυζώ — κορυζῶ, άω (Α) [κόρυζα] 1. πάσχω από ρινικό κατάρρου, από συνάχι, τρέχουν οι μύξες μου 2. συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ανοηταίνω … Dictionary of Greek
κορυζώδης — κορυζώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek